- καταστρατεύεσθαι
- καταστρατεύωtake the field againstpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταστρατεύω — (AM) (ενεργ. και μέσ.) εκστρατεύω εναντίον κάποιου αρχ. μέσ. καταστρατεύομαι α) πολεμώ, κινώ πόλεμο εναντίον κάποιου («καταστρατεύεσθαι τοῡ θανάτου», Κλήμ. Αλεξ.) β) ενεργώ καταδρομή εναντίον κάποιου κατά τον πόλεμο, λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) … Dictionary of Greek